βοσκήσιμος

βοσκήσιμος
-η, -ο
τόπος κατάλληλος για βοσκή: Δεν υπάρχουν πια πολλές βοσκήσιμες εκτάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μισγόνομος — μισγόνομος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «μισγόνομος γῆ γῆ βοσκήσιμος δημοσίᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + νομος (< νέμω «βόσκω»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”